Ἀχαίαι

Ἀχαίαι
Ἀχαΐᾱͅ , Ἀχαία
grief
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἀχαίᾱͅ , Ἀχαία
grief
fem dat sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀχαιαί — Ἀχαιός Achaean fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχαιαί — ἀχαιά grief fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμίδα — η / πλοκαμίς, ίδος, ΝΑ 1. πλέγμα από μαλλιά, πλεξίδα·|| νεοελ. στρ. πλεξίδα από στουπί που χρησιμεύει ως βύσμα σε διάφορα σημεία τού εσωτερικού μηχανισμού ενός πυροβόλου αρχ. 1. (με περιληπτ. σημ.) κατσαρά μαλλιά 2. στον πληθ. αἱ πλοκαμίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”